- ουρανίσκος
- ο анат. нёбо;
§ ζήτημα ουρανίσκου — дело вкуса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ζήτημα ουρανίσκου — дело вкуса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οὐρανίσκος — a little heaven masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανίσκος — ο (ΑΜ ουρανίσκος) [ουρανός] 1. υποκορ. τού ουρανός 2. ανατ. το άνω τοίχωμα τής κοιλότητας τού στόματος, η υπερώα νεοελλ. φρ. «διαμαρτία ουρανίσκου» ιατρ. το λυκόστομα αρχ. 1. θολωτή οροφή δωματίου ή θρόνου 2. ως κύριο όν. Οὐρανίσκος αστερισμός… … Dictionary of Greek
ουρανίσκος — ο το άνω τοίχωμα του στόματος, αλλ. ουρανός, υπερώα, η: Είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού, βαθιά στον ουρανίσκο (Σικελιανός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐρανίσκοι — οὐρανίσκος a little heaven masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίσκον — οὐρανίσκος a little heaven masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίσκου — οὐρανίσκος a little heaven masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίσκῳ — οὐρανίσκος a little heaven masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
ζέα — η (ΑΜ ζέα, Α και ζέη) νεοελλ. γένος φυτών τής οικογένειας τών αγρωστωδών μσν. 1. γραμμή, ρυτίδα στον ουρανίσκο τού αλόγου 2. ο ουρανίσκος τού αλόγου αρχ. 1. η ζειά* 2. «λιβανωτίς κάρπιμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζειά] … Dictionary of Greek
κυνίσκος — κυνίσκος, ό (AM) είδος ψαριού αρχ. 1. σκυλάκι 2. ασήμαντος κυνικός φιλόσοφος 3. ως κύριο όν. ο Κυνίσκος προσωνυμία τού Ζευξιδάμου («Ζευξίδημος, τὸν δὴ Κυνίσκον μετεξέτεροι Σπαρτιητέων ἐκάλεον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek